αλπακά — το ή αλπακάς,ο (Υφαντ.) 1. ζωική υφάνσιμη ίνα που λαμβάνεται από το τρίχωμα τών ζώων αλπάκα. 2. ύφασμα πολυτελείας από αλπακά που μοιάζει με μεταξωτό … Dictionary of Greek
αλπακά — το και αλπάκα, το και αλπάγκα, το η προβατοκαμήλα, μηρυκαστικό της οικογένειας καμηλίδες γνωστό και για το μαλλί του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλπάκα — η Ζωολ. προβατοκάμηλος, εξημερωμένη φυλή τού γουανάκου και συγγενική τής λάμας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ξεν. όρος, πρβλ. ισπαν. alpaca < λ. τών Quechua (ενός ινδιάνικου λαού τού Περού) alpaco < paco «κοκκινωπός καφέ»] … Dictionary of Greek
Βολιβία — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει στα Β και στα ΒΑ με τη Βραζιλία, στα Δ με το Περού και τη Χιλή και στα Ν με την Αργεντινή και την Παραγουάη.Η Β. είναι η μοναδική χώρα της Νότιας Αμερικής, μαζί με την Παραγουάη, που δεν έχει έξοδο προς τη… … Dictionary of Greek
Περού — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Iσημερινό (Eκουαδόρ), και την Kολομβία, στα Α με τη Bραζιλία, και τη Bολιβία και στα Ν με τη Xιλή. Στα Δ, το Περού βρέχεται από τον Eιρηνικό Ωκεανό.To όνομα Περού, που προέρχεται από την… … Dictionary of Greek
αλπακαδένιος — α, ο ο κατασκευασμένος από αλπακά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τού πληθ. αλπακάδες, τής λ. αλπακάς + παραγ. κατάλ. ένιος] … Dictionary of Greek
μαλλί — Κοινή ονομασία για το έριο, υφαντική ίνα η οποία λαμβάνεται κυρίως από το τρίχωμα του προβάτου, αλλά και άλλων μηρυκαστικών θηλαστικών όπως το μ. αλπακά, βικούνιας, λάμας, καμήλας, καθώς και το μ. μοχέρ (από την capra angorensis) και κασμίρ (από… … Dictionary of Greek
χιλή — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Χιλής Συντομευμένη Ονομασία: Χιλή Εκταση: 756.950 τ.χλμ. Πληθυσμός: 15.498.930 (Ιούλιος 2002) Πρωτεύουσα: ΣαντιάγοΚράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β και ΒΑ με το Περού και τη Βολιβία αντίστοιχα και στα Α… … Dictionary of Greek
Αλτιπλάνος — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζονται τα υψηλά εσωτερικά οροπέδια των Άνδεων της Νότιας Αμερικής. Οι Άνδεις, όπως και όλες οι μεγάλες οροσειρές της Γης που σχηματίστηκαν κατά την αλπική ορεογένεση, σπάνια αποτελούνται από μία και μόνο παράταξη βουνών … Dictionary of Greek
Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… … Dictionary of Greek